ῥοδάκινον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ῥοδάκινον ουδέτερο
- ο καρπός της ροδακινιάς
- Καὶ τῶν ὀπωρῶν τὴν πάνυ γλυκεῖαν καὶ πέπειρον συμβουλεύω προσφέρεσθαι περὶ ὥραν δευτέραν ἢ τρίτην, μάλιστα τῶν περσικῶν ἢ ῥοδακίνων καὶ σταφυλῆς τῆς σκληρᾶς καὶ ἀστύφους ἐχούσης τὰς ῥωγὰς καὶ δαμασκηνῶν καὶ μήλων τῶν γλυκέων καὶ κιτρίων καθαρθέντων καὶ λελεπισμένων καλῶς ποιεῖν. (Αλέξανδρος Τραλλειανός, Θεραπευτικά, 7, 1)
- νεκταρίνι
Υποσημειώσεις
- Νίκος Σαραντάκος, Το φρούτο από την Περσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.