δοράκινον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δοράκινον | τὰ | δοράκινα | ||||
| γενική | τοῦ | δορακίνου | τῶν | δορακίνων | ||||
| δοτική | τῷ | δορακίνῳ | τοῖς | δορακίνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | δοράκινον | τὰ | δοράκινα | ||||
| κλητική ὦ! | δοράκινον | δοράκινα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δοράκινον → δείτε τη λέξη δωράκινον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική)
Ουσιαστικό
δοράκινον ουδέτερο
- άλλη γραφή του δωράκινον: είδος ροδάκινου
- ※ 7ος αιώνας Παῦλος Αἰγινήτης, Περὶ Ἱατρικῆς Ἑπτά Βιβλία (Ἐπιτομή), 1, 81, 2
- Τὰ δὲ πρεκόκκιά τε καὶ δοράκινα καὶ ᾿Αρμένια κρείττονα τῶν Περϲικῶν· οὔτε γὰρ ὀξύνεται οὔτε ὡϲαύτωϲ διαφθείρεται, εἰϲὶ δὲ καὶ ἡδέα. ()
- ※ 7ος αιώνας Παῦλος Αἰγινήτης, Περὶ Ἱατρικῆς Ἑπτά Βιβλία (Ἐπιτομή), 1, 81, 2
Πηγές
- δοράκινον - LBG, δωράκινον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δοράκινον, δωράκινον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δοράκινον | τὰ | δοράκινᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | δορακίνου | τῶν | δορακίνων | ||||
| δοτική | τῷ | δορακίνῳ | τοῖς | δορακίνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | δοράκινον | τὰ | δοράκινᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | δοράκινον | δοράκινᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δορακίνω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δορακίνοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δοράκινον → δείτε τη λέξη δωράκινον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική)
Ουσιαστικό
δοράκινον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του δωράκινον: είδος ροδάκινου
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, Θεραπευτικά, 1, 523, 27
- Τῆς ὀπώρας δὲ λαμβανέτωσαν δοράκινα, περσικῶν δὲ καὶ κερασίων καὶ μήλων καὶ ῥοιῶν, τούτων ὀλιγάκις.
- ※ 6ος αιώνας κε ⌘ Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, Θεραπευτικά, 1, 523, 27
- → δείτε δωράκινον
Πηγές
- δοράκινον - LBG, δωράκινον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δοράκινον, δωράκινον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.