νεκταρίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκταρίνι τα νεκταρίνια
      γενική του νεκταρινιού των νεκταρινιών
    αιτιατική το νεκταρίνι τα νεκταρίνια
     κλητική νεκταρίνι νεκταρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκταρίνι < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική nectarine < λατινική nectareum < αρχαία ελληνική νέκταρ

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ktaˈɾi.ni/
Νεκταρίνι.

Ουσιαστικό

νεκταρίνι ουδέτερο

  • (φρούτο) ποικιλία του ροδάκινου, καρπός της νεκταρινιάς· φρούτο με λεία φλούδα και σάρκα σκληρή (όπως του μήλου) κόκκινου, λευκού ή κίτρινου χρώματος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.