δωράκινον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δωράκινον | τὰ | δωράκινα | ||||
| γενική | τοῦ | δωρακίνου | τῶν | δωρακίνων | ||||
| δοτική | τῷ | δωρακίνῳ | τοῖς | δωρακίνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | δωράκινον | τὰ | δωράκινα | ||||
| κλητική ὦ! | δωράκινον | δωράκινα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική προφορά)
Ουσιαστικό
δωράκινον ουδέτερο
- δοράκινον
- δωρακινόν
- δωράκιον, δοράκιον
Αναφορές
- Νίκος Σαραντάκος, Το φρούτο από την Περσία
Πηγές
- δωράκινον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δωράκινον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δωράκινον | τὰ | δωράκινᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | δωρακίνου | τῶν | δωρακίνων | ||||
| δοτική | τῷ | δωρακίνῳ | τοῖς | δωρακίνοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | δωράκινον | τὰ | δωράκινᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | δωράκινον | δωράκινᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δωρακίνω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δωρακίνοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
δωράκινον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (φρούτο) → δείτε το μεσαιωνικό δωράκινον
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Epistulae, 20,11, @catholiclibrary.org
- ὥσπερ γὰρ οἱ τοὺς τραγελάφους καὶ ἱπποκενταύρους καὶ τὰ τοιαῦτα μιγνύντες ἐκ διαφόρων καὶ τὴν φύσιν παρασοφιζόμενοι γράφουσιν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ὀπώρας ταύτης τὸ μὲν πρὸς ἀμυγδαλῆν, τὸ δὲ πρὸς κάρυον, ἕτερον δὲ πρὸς τὸ δωράκινον κατά τε τὸ ὄνομα καὶ τὴν γεῦσιν μεμιγμένον τυραννηθεῖσα παρὰ τῆς τέχνης ἡ φύσις ἐποίησε·
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Epistulae, 20,11, @catholiclibrary.org
Πηγές
- δωράκινον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δωράκινον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.