δωράκινον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δωράκινον τὰ δωράκινα
      γενική τοῦ δωρακίνου τῶν δωρακίνων
      δοτική τῷ δωρακίν τοῖς δωρακίνοις
    αιτιατική τὸ δωράκινον τὰ δωράκινα
     κλητική ! δωράκινον δωράκινα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωράκινον/δοράκινον[1] < λατινική duracinum. Εννοείται μῆλον

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈra.ci.non/ (ελληνιστική και μεσαιωνική προφορά)

Ουσιαστικό

δωράκινον ουδέτερο

  • (φρούτο) είδος ροδάκινου
      10ος αιώνας Γεωπονικά, Gp. Geoponica 3.1.4, 10.13.1
    Τῷ αὐτῷ μηνὶ ἐγκεντρίσεις ὅσα πρῶτα ἀνθεῖ, οἶον Δωράκινα, Δαμασκηνά, Βερικόκκια, Ἀμυγδαλέας, Κερασέας

Αναφορές

  1. Νίκος Σαραντάκος, Το φρούτο από την Περσία

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δωράκινον τὰ δωράκιν
      γενική τοῦ δωρακίνου τῶν δωρακίνων
      δοτική τῷ δωρακίν τοῖς δωρακίνοις
    αιτιατική τὸ δωράκινον τὰ δωράκιν
     κλητική ! δωράκινον δωράκιν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δωρακίνω
γεν-δοτ τοῖν  δωρακίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωράκινον/δοράκινον  δείτε το μεσαιωνικό δωράκινον

Ουσιαστικό

δωράκινον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (φρούτο)  δείτε το μεσαιωνικό δωράκινον
      4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Epistulae, 20,11, @catholiclibrary.org
    ὥσπερ γὰρ οἱ τοὺς τραγελάφους καὶ ἱπποκενταύρους καὶ τὰ τοιαῦτα μιγνύντες ἐκ διαφόρων καὶ τὴν φύσιν παρασοφιζόμενοι γράφουσιν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ὀπώρας ταύτης τὸ μὲν πρὸς ἀμυγδαλῆν, τὸ δὲ πρὸς κάρυον, ἕτερον δὲ πρὸς τὸ δωράκινον κατά τε τὸ ὄνομα καὶ τὴν γεῦσιν μεμιγμένον τυραννηθεῖσα παρὰ τῆς τέχνης ἡ φύσις ἐποίησε·

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.