γιαρμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιαρμάς οι γιαρμάδες
      γενική του γιαρμά των γιαρμάδων
    αιτιατική τον γιαρμά τους γιαρμάδες
     κλητική γιαρμά γιαρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιαρμάς < τουρκική yarma

Ουσιαστικό

γιαρμάς αρσενικό

  1. ποικιλία ροδάκινου.
  2. (του χαρταετού) λεπτή ξύλινη βέργα του χαρταετού, σαΐτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.