γιαρμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιαρμάς | οι | γιαρμάδες |
| γενική | του | γιαρμά | των | γιαρμάδων |
| αιτιατική | τον | γιαρμά | τους | γιαρμάδες |
| κλητική | γιαρμά | γιαρμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαρμάς < τουρκική yarma
Ουσιαστικό
γιαρμάς αρσενικό
Μεταφράσεις
γιαρμάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.