ρευστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρευστοποίηση | οι | ρευστοποιήσεις |
| γενική | της | ρευστοποίησης* | των | ρευστοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | ρευστοποίηση | τις | ρευστοποιήσεις |
| κλητική | ρευστοποίηση | ρευστοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρευστοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρευστοποίηση < ρευστοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
ρευστοποίηση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ρευστοποιώ, ρευστός, ρέω και ποιώ
Μεταφράσεις
ρευστοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.