πήξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πήξιμο τα πηξίματα
      γενική του πηξίματος των πηξιμάτων
    αιτιατική το πήξιμο τα πηξίματα
     κλητική πήξιμο πηξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πήξιμο < πήζω (αόριστος: έπηξα) + -ιμο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.ksi.mo/

Ουσιαστικό

πήξιμο ουδέτερο

  1. η μετατροπή κάποιου υγρού ή ημίρρευστου σε στερεό
  2. (μεταφορικά) ανία, πλήξη
  3. (μεταφορικά) κούραση, εξουθένωση
  4. (μεταφορικά) υπερβολική ποσότητα από κάτι, πληρότητα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πήζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.