πήξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πήξη | οι | πήξεις |
| γενική | της | πήξης* | των | πήξεων |
| αιτιατική | την | πήξη | τις | πήξεις |
| κλητική | πήξη | πήξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πήξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πήξη < αρχαία ελληνική πῆξις
Μεταφράσεις
πήξη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.