ρευστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρευστοποιώ < ρευστ(ός) + -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική liquider[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾef.sto.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρευ‐στο‐ποι‐ώ
Ρήμα
ρευστοποιώ, αόρ.: ρευστοποίησα, παθ.φωνή: ρευστοποιούμαι, π.αόρ.: ρευστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ρευστοποιημένος
Συγγενικά
- αρευστοποίητος / αρρευστοποίητος
- ρευστοποιημένος
- ρευστοποίηση
- ρευστοποιήσιμος
- → δείτε τις λέξεις ρευστός, ρέω και ποιώ
Μεταφράσεις
κάνω κάτι ρευστό
|
|
- ρευστοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.