ρευστοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρευστοποιώ < ρευστ(ός) + -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική liquider[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾef.sto.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρευστοποιώ

Ρήμα

ρευστοποιώ, αόρ.: ρευστοποίησα, παθ.φωνή: ρευστοποιούμαι, π.αόρ.: ρευστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ρευστοποιημένος

  1. (κυριολεκτικά) κάνω κάτι να αποκτήσει ρευστή μορφή, από στερεή που είχε πριν
     δείτε τη λέξη υγροποιώ
  2. (μεταφορικά, οικονομία) μετατρέπω ένα περιουσιακό στοιχείο σε ρευστό χρήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.