πανωλεθρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανωλεθρία οι πανωλεθρίες
      γενική της πανωλεθρίας των πανωλεθριών
    αιτιατική την πανωλεθρία τις πανωλεθρίες
     κλητική πανωλεθρία πανωλεθρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανωλεθρία < αρχαία ελληνική πανωλεθρία

Ουσιαστικό

πανωλεθρία θηλυκό

  1. η μεγάλη καταστροφή, βαριά και εξευτελιστική ήττα, πολύ κακό αποτέλεσμα ενεργειών
    Η πανωλεθρία του Δράμαλη
  2. η ολοκληρωτική αποτυχία, η νίλα
    Οι εξετάσεις ήταν πανωλεθρία. Κανείς δεν έγραψε πάνω από τη βάση.
    Σκέτη πανωλεθρία!

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πανωλεθρία < πᾶν + ὄλεθρος < ὄλλυμι

Ουσιαστικό

πανωλεθρία θηλυκό

  1. ολοκληρωτική καταστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.