πάλλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάλλευκος η πάλλευκη το πάλλευκο
      γενική του πάλλευκου της πάλλευκης του πάλλευκου
    αιτιατική τον πάλλευκο την πάλλευκη το πάλλευκο
     κλητική πάλλευκε πάλλευκη πάλλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάλλευκοι οι πάλλευκες τα πάλλευκα
      γενική των πάλλευκων των πάλλευκων των πάλλευκων
    αιτιατική τους πάλλευκους τις πάλλευκες τα πάλλευκα
     κλητική πάλλευκοι πάλλευκες πάλλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πάλλευκος < αρχαία ελληνική πάλλευκος. Συγχρονικά αναλύεται σε πάλ- (παν-) + λευκός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.lef.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάλλευκος

Επίθετο

πάλλευκος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

  • πάνλευκος (αρχαία ελληνικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.