Παναθήναια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Παναθήναια
      γενική των Παναθηναίων
    αιτιατική τα Παναθήναια
     κλητική Παναθήναια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παναθήναια < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.naˈθi.ne.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παναθήναια

Κύριο όνομα

Παναθήναια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. μεγάλη γιορτή στην αρχαία Αθήνα
    στην αρχαία Αθήνα τελούνταν τα Μικρά και Μεγάλα Παναθήναια
  2. συνοικία της Αθήνας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.