πάντως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάντως[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpan.dos/
ομόηχο: Πάντος
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάντως

Επίρρημα

πάντως (προτασιακό)

  1. ωστόσο, όμως, παρ' όλα αυτά
  2. σε κάθε περίπτωση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.