παντάπασι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παντάπασι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παντάπασι

Προφορά

ΔΦΑ : /panˈda.pa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παντάπασι

Επίρρημα

παντάπασι (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.