παντάπασι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παντάπασι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παντάπασι
Προφορά
- ΔΦΑ : /panˈda.pa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντά‐πα‐σι
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- παντάπασι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παντάπασι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.