πανάγαθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάγαθος η πανάγαθη το πανάγαθο
      γενική του πανάγαθου της πανάγαθης του πανάγαθου
    αιτιατική τον πανάγαθο την πανάγαθη το πανάγαθο
     κλητική πανάγαθε πανάγαθη πανάγαθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάγαθοι οι πανάγαθες τα πανάγαθα
      γενική των πανάγαθων των πανάγαθων των πανάγαθων
    αιτιατική τους πανάγαθους τις πανάγαθες τα πανάγαθα
     κλητική πανάγαθοι πανάγαθες πανάγαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανάγαθος < παν- + αγαθός

Επίθετο

πανάγαθος, -η, -ο

  • (θρησκεία):(αναφέρεται στον τριαδικό Θεό των χριστιανών και ειδικότερα στον Πατέρα) που χαρακτηρίζεται από άπειρη αγαθότητα (καλοσύνη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.