πυγμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυγμή | οι | πυγμές |
| γενική | της | πυγμής | των | πυγμών |
| αιτιατική | την | πυγμή | τις | πυγμές |
| κλητική | πυγμή | πυγμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυγμή < αρχαία ελληνική πυγμή
Ουσιαστικό
πυγμή θηλυκό
Μεταφράσεις
το κλειστό χέρι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πυγμή | αἱ | πυγμαί |
| γενική | τῆς | πυγμῆς | τῶν | πυγμῶν |
| δοτική | τῇ | πυγμῇ | ταῖς | πυγμαῖς |
| αιτιατική | τὴν | πυγμήν | τὰς | πυγμᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | πυγμή | πυγμαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγμᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυγμαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυγμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puǵnos. Συγγενές με το (λατινικά) pugnus, (λιθουανικά) pušìs, (αγγλοσαξονικά) fyst (αγγλικά fist), (αρχαία ελληνικά) πύξ και πεύκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.