πυγμαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυγμαχία οι πυγμαχίες
      γενική της πυγμαχίας των πυγμαχιών
    αιτιατική την πυγμαχία τις πυγμαχίες
     κλητική πυγμαχία πυγμαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυγμαχία < αρχαία ελληνική πυγμαχία
Αγώνας πυγμαχίας.

Ουσιαστικό

πυγμαχία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.