μπουνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουνιά | οι | μπουνιές |
| γενική | της | μπουνιάς | των | μπουνιών |
| αιτιατική | την | μπουνιά | τις | μπουνιές |
| κλητική | μπουνιά | μπουνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουνιά < (άμεσο δάνειο) ιταλική pugno < λατινική pugnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puǵ-no- < *peuǵ-, *peuḱ- (συγγενές με την αρχαία ελληνική πυγμή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐νιά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.