γροθιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γροθιά | οι | γροθιές |
| γενική | της | γροθιάς | των | γροθιών |
| αιτιατική | τη | γροθιά | τις | γροθιές |
| κλητική | γροθιά | γροθιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γροθιά < μεσαιωνική ελληνική γρόθος < αρχαία ελληνική γρόνθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾoˈθça/
Ουσιαστικό
γροθιά θηλυκό
Σύνθετα
- σιδερογροθιά
Μεταφράσεις
γροθιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.