πτερό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτερό τα πτερά
      γενική του πτερού των πτερών
    αιτιατική το πτερό τα πτερά
     κλητική πτερό πτερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτερό <  δείτε τις λέξεις φτερό και πτερόν

Προφορά

ΔΦΑ : /pteˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτερό

Ουσιαστικό

πτερό ουδέτερο

  1. (λόγιο) το φτερό
  2. (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) η σειρά κιόνων γύρω από αρχαίους ναούς
    οι κίονες του πτερού κλίνουν προς το εσωτερικό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
πτερ- 

σημασία για την αρχιτεκτονική

σημασία φτερό με πτερ-

 και δείτε τη λέξη φτερό με φτερ-

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.