πτερό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πτερό | τα | πτερά |
| γενική | του | πτερού | των | πτερών |
| αιτιατική | το | πτερό | τα | πτερά |
| κλητική | πτερό | πτερά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pteˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτε‐ρό
Ουσιαστικό
πτερό ουδέτερο
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πτερ-
πτερ-
σημασία για την αρχιτεκτονική
- δίπτερος
- περιπτεράς
- περίπτερος
- περιπτερούχος, περιπτεριούχος
σημασία φτερό με πτερ-
- αναπτερωμένος
- αναπτερώνω
- αναπτέρωση
- ανεμόπτερο
- αντιπτέραρχος
- άπτερος
- δίπτερος
- ελικόπτερο
- ελικοπτεροφόρος
- εξαπτέρυγο
- Κολεόπτερα
- Λεπιδόπτερα
- Νευρόπτερα
- Ορθόπτερα
- πτέραρχος
- πτερόρροια
- πτεροφυΐα
- πτέρυγα
- πτερυγίζω
- πτερύγιο
- πτερυγισμός
- πτέρωμα
- υδρόπτερο
- Υμενόπτερα
- υποπτέραρχος
→ και δείτε τη λέξη φτερό με φτερ-
Μεταφράσεις
κίονες ναού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.