αναπτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναπτερώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀναπτερώνω και παράλληλα ἀναπτερυγιάζω < αρχαία ελληνική ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ
Ρήμα
αναπτερώνω (παθητικό: αναπτερώνομαι κυρίως στο γ΄πρόσωπο)
- ζωντανεύω το πεσμένο ηθικό κάποιου, τονώνω τις ελπίδες του (η συνήθης χρήση πια)
- αναπτέρωσε και αναπτερώνεται το ηθικό, τις ελπίδες, το φρόνημα
- δίνω φτερά, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ, ενθουσιάζομαι και παίρνω θάρρος (έννοια περιορισμένη πλέον)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναπτερώνω | αναπτέρωνα | θα αναπτερώνω | να αναπτερώνω | αναπτερώνοντας | |
| β' ενικ. | αναπτερώνεις | αναπτέρωνες | θα αναπτερώνεις | να αναπτερώνεις | αναπτέρωνε | |
| γ' ενικ. | αναπτερώνει | αναπτέρωνε | θα αναπτερώνει | να αναπτερώνει | ||
| α' πληθ. | αναπτερώνουμε | αναπτερώναμε | θα αναπτερώνουμε | να αναπτερώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναπτερώνετε | αναπτερώνατε | θα αναπτερώνετε | να αναπτερώνετε | αναπτερώνετε | |
| γ' πληθ. | αναπτερώνουν(ε) | αναπτέρωναν αναπτερώναν(ε) |
θα αναπτερώνουν(ε) | να αναπτερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναπτέρωσα | θα αναπτερώσω | να αναπτερώσω | αναπτερώσει | ||
| β' ενικ. | αναπτέρωσες | θα αναπτερώσεις | να αναπτερώσεις | αναπτέρωσε | ||
| γ' ενικ. | αναπτέρωσε | θα αναπτερώσει | να αναπτερώσει | |||
| α' πληθ. | αναπτερώσαμε | θα αναπτερώσουμε | να αναπτερώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναπτερώσατε | θα αναπτερώσετε | να αναπτερώσετε | αναπτερώστε | ||
| γ' πληθ. | αναπτέρωσαν αναπτερώσαν(ε) |
θα αναπτερώσουν(ε) | να αναπτερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναπτερώσει | είχα αναπτερώσει | θα έχω αναπτερώσει | να έχω αναπτερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναπτερώσει | είχες αναπτερώσει | θα έχεις αναπτερώσει | να έχεις αναπτερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναπτερώσει | είχε αναπτερώσει | θα έχει αναπτερώσει | να έχει αναπτερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναπτερώσει | είχαμε αναπτερώσει | θα έχουμε αναπτερώσει | να έχουμε αναπτερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναπτερώσει | είχατε αναπτερώσει | θα έχετε αναπτερώσει | να έχετε αναπτερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναπτερώσει | είχαν αναπτερώσει | θα έχουν αναπτερώσει | να έχουν αναπτερώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.