περιπτερούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η περιπτερούχος οι περιπτερούχοι
      γενική του/της περιπτερούχου των περιπτερούχων
    αιτιατική τον/την περιπτερούχο τους/τις περιπτερούχους
     κλητική περιπτερούχε περιπτερούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιπτερούχος < περίπτερ(ο) + -ούχος < ελληνιστική κοινή περίπτερον, ουδέτερο του περίπτερος < περι- + αρχαία ελληνικά πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.pteˈɾu.xos/

Ουσιαστικό

περιπτερούχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.