πτέρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτέρωμα τα πτερώματα
      γενική του πτερώματος των πτερωμάτων
    αιτιατική το πτέρωμα τα πτερώματα
     κλητική πτέρωμα πτερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτέρωμα < αρχαία ελληνική πτέρωμα

Ουσιαστικό

πτέρωμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του φτέρωμα
  2. η πτεροφυΐα
  3. (ειδικότερα) φτέρωμα βέλους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.