πτέραρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πτέραρχος | οι | πτέραρχοι |
| γενική | του/της του |
πτεράρχου πτέραρχου |
των | πτεράρχων & πτέραρχων |
| αιτιατική | τον/την | πτέραρχο | τους/τις τους |
πτεράρχους πτέραρχους |
| κλητική | πτέραρχε | πτέραρχοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpte.ɾaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτέ‐ραρ‐χος
Αναφορές
- πτέραρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.