πτερυγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πτερυγίζω < αρχαία ελληνική πτερυγίζω[1] [2] [3]
Συγγενικά
- πτερύγισμα
- πτερυγισμός
- → δείτε τη λέξη φτερό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πτερυγίζω | πτερύγιζα | θα πτερυγίζω | να πτερυγίζω | πτερυγίζοντας | |
| β' ενικ. | πτερυγίζεις | πτερύγιζες | θα πτερυγίζεις | να πτερυγίζεις | πτερύγιζε | |
| γ' ενικ. | πτερυγίζει | πτερύγιζε | θα πτερυγίζει | να πτερυγίζει | ||
| α' πληθ. | πτερυγίζουμε | πτερυγίζαμε | θα πτερυγίζουμε | να πτερυγίζουμε | ||
| β' πληθ. | πτερυγίζετε | πτερυγίζατε | θα πτερυγίζετε | να πτερυγίζετε | πτερυγίζετε | |
| γ' πληθ. | πτερυγίζουν(ε) | πτερύγιζαν πτερυγίζαν(ε) |
θα πτερυγίζουν(ε) | να πτερυγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πτερύγισα | θα πτερυγίσω | να πτερυγίσω | πτερυγίσει | ||
| β' ενικ. | πτερύγισες | θα πτερυγίσεις | να πτερυγίσεις | πτερύγισε | ||
| γ' ενικ. | πτερύγισε | θα πτερυγίσει | να πτερυγίσει | |||
| α' πληθ. | πτερυγίσαμε | θα πτερυγίσουμε | να πτερυγίσουμε | |||
| β' πληθ. | πτερυγίσατε | θα πτερυγίσετε | να πτερυγίσετε | πτερυγίστε | ||
| γ' πληθ. | πτερύγισαν πτερυγίσαν(ε) |
θα πτερυγίσουν(ε) | να πτερυγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πτερυγίσει | είχα πτερυγίσει | θα έχω πτερυγίσει | να έχω πτερυγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πτερυγίσει | είχες πτερυγίσει | θα έχεις πτερυγίσει | να έχεις πτερυγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πτερυγίσει | είχε πτερυγίσει | θα έχει πτερυγίσει | να έχει πτερυγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πτερυγίσει | είχαμε πτερυγίσει | θα έχουμε πτερυγίσει | να έχουμε πτερυγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πτερυγίσει | είχατε πτερυγίσει | θα έχετε πτερυγίσει | να έχετε πτερυγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πτερυγίσει | είχαν πτερυγίσει | θα έχουν πτερυγίσει | να έχουν πτερυγίσει |
| |
Μεταφράσεις
πτερυγίζω
|
- πτερυγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πτερυγίζει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πτερυγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.