πτερυγισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτερυγισμός οι πτερυγισμοί
      γενική του πτερυγισμού των πτερυγισμών
    αιτιατική τον πτερυγισμό τους πτερυγισμούς
     κλητική πτερυγισμέ πτερυγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτερυγισμός < πτερυγίζω + -μός

Ουσιαστικό

πτερυγισμός αρσενικό

  1. (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
    άλλες μορφές: πτερύγισμα, φτερούγισμα
  2. (ιατρική) αφύσικη ταχυκαρδία
     δείτε τη λέξη μαρμαρυγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.