πτερυγισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πτερυγισμός | οι | πτερυγισμοί |
| γενική | του | πτερυγισμού | των | πτερυγισμών |
| αιτιατική | τον | πτερυγισμό | τους | πτερυγισμούς |
| κλητική | πτερυγισμέ | πτερυγισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πτερυγισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
- άλλες μορφές: πτερύγισμα, φτερούγισμα
- (ιατρική) αφύσικη ταχυκαρδία
- → δείτε τη λέξη μαρμαρυγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.