απώτερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απώτερος | η | απώτερη | το | απώτερο |
| γενική | του | απώτερου | της | απώτερης | του | απώτερου |
| αιτιατική | τον | απώτερο | την | απώτερη | το | απώτερο |
| κλητική | απώτερε | απώτερη | απώτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απώτεροι | οι | απώτερες | τα | απώτερα |
| γενική | των | απώτερων | των | απώτερων | των | απώτερων |
| αιτιατική | τους | απώτερους | τις | απώτερες | τα | απώτερα |
| κλητική | απώτεροι | απώτερες | απώτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απώτερος < αρχαία ελληνική ἀπώτερος < ἀπωτέρω συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος ἄπωθεν (από μακριά) < ἀπό ή ἄπο
Επίθετο
απώτερος -η -ο
- μακρινός τοπικά ή χρονικά, σε δεύτερη ή πάντως σε μετέπειτα φάση μιας εν εξελίξει ενέργειας ή σχεδίου, μειωμένης σημασίας ή, αντιθέτως, μεγάλης
- Ας δούμε τι κάνουμε τώρα, γιατί αυτά που λες αφορούν στο απώτερο μέλλον
- Γρινιάζεις με τον καθηγητή σου λες και διαβάζεις για να του κάνεις χατίρι, ενώ έχεις απώτερο στόχο να μπεις στο Πανεπιστήμιο
- (μεταφορικά) ο πραγματικός στόχος, όχι αυτός που φαίνεται σε πρώτο επίπεδο ερμηνείας
- είναι αδιευκρίνιστες οι απώτερες επιδιώξεις του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.