προπατέρες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι προπατέρες
      γενική των προπατέρων
    αιτιατική τους προπατέρες
     κλητική προπατέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπατέρες < ελληνιστική κοινή προπατέρες, πληθυντικός αριθμός του προπατήρ < πρό + αρχαία ελληνική πατήρ

Ουσιαστικό

προπατέρες[1] αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγουν σε -πατέρες - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.