μῆτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μῆτις < *μέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₁- (μετρώ)

Ουσιαστικό

μῆτις θηλυκό (γενική: -ιος και -ιδος)

  • η σοφία, η ικανότητα να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀδμῆτις
  • ἀφθιτόμητις
  • ἀγκυλόμητις
  • ἀγλαόμητις
  • αἰολόμητις
  • αἰσχρόμητις
  • ἀμητίσκος
  • δολιόμητις
  • δολόμητις
  • δύσμητις
  • εὐκοινόμητις
  • εὔμητις
  • Εὔμητις
  • θρασύμητις
  • Ἱππόμητις
  • ἱππόμητις
  • κακόμητις
  • κλυτόμητις
  • λεπτόμητις
  • μεγαλόμητις
  • παμμῆτις
  • ποικιλόμητις
  • πολύμητις
  • πραΰμητις
  • πραύμητις
  • θεόμητις
  • θρασύμητις
  • ταχύμητις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.