μῆτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
μῆτις θηλυκό (γενική: -ιος και -ιδος)
- η σοφία, η ικανότητα να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές
Σύνθετα
- ἀδμῆτις
- ἀφθιτόμητις
- ἀγκυλόμητις
- ἀγλαόμητις
- αἰολόμητις
- αἰσχρόμητις
- ἀμητίσκος
- δολιόμητις
- δολόμητις
- δύσμητις
- εὐκοινόμητις
- εὔμητις
- Εὔμητις
- θρασύμητις
- Ἱππόμητις
- ἱππόμητις
- κακόμητις
- κλυτόμητις
- λεπτόμητις
- μεγαλόμητις
- παμμῆτις
- ποικιλόμητις
- πολύμητις
- πραΰμητις
- πραύμητις
- θεόμητις
- θρασύμητις
- ταχύμητις
- και δείτε Λέξεις με -μητις- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- μῆτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μῆτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.