απαραίτητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαραίτητος | η | απαραίτητη | το | απαραίτητο |
| γενική | του | απαραίτητου | της | απαραίτητης | του | απαραίτητου |
| αιτιατική | τον | απαραίτητο | την | απαραίτητη | το | απαραίτητο |
| κλητική | απαραίτητε | απαραίτητη | απαραίτητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαραίτητοι | οι | απαραίτητες | τα | απαραίτητα |
| γενική | των | απαραίτητων | των | απαραίτητων | των | απαραίτητων |
| αιτιατική | τους | απαραίτητους | τις | απαραίτητες | τα | απαραίτητα |
| κλητική | απαραίτητοι | απαραίτητες | απαραίτητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαραίτητος < αρχαία ελληνική ἀπαραίτητος
Επίθετο
απαραίτητος, -η, -ο
- αναγκαίος, που χρειάζεται απόλυτα ή που χωρίς αυτόν δεν μπορεί να γίνει κάτι
- δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για αυτή τη θέση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.