προμηθευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμηθευτικός η προμηθευτική το προμηθευτικό
      γενική του προμηθευτικού της προμηθευτικής του προμηθευτικού
    αιτιατική τον προμηθευτικό την προμηθευτική το προμηθευτικό
     κλητική προμηθευτικέ προμηθευτική προμηθευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμηθευτικοί οι προμηθευτικές τα προμηθευτικά
      γενική των προμηθευτικών των προμηθευτικών των προμηθευτικών
    αιτιατική τους προμηθευτικούς τις προμηθευτικές τα προμηθευτικά
     κλητική προμηθευτικοί προμηθευτικές προμηθευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προμηθευτικός < προμηθευτής + -ικός

Επίθετο

προμηθευτικός

  1. που έχει σχέση με προμήθειες, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτές
  2. που έχει σχέση με προμηθευτή ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.