προμηθεϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμηθεϊκός η προμηθεϊκή το προμηθεϊκό
      γενική του προμηθεϊκού της προμηθεϊκής του προμηθεϊκού
    αιτιατική τον προμηθεϊκό την προμηθεϊκή το προμηθεϊκό
     κλητική προμηθεϊκέ προμηθεϊκή προμηθεϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμηθεϊκοί οι προμηθεϊκές τα προμηθεϊκά
      γενική των προμηθεϊκών των προμηθεϊκών των προμηθεϊκών
    αιτιατική τους προμηθεϊκούς τις προμηθεϊκές τα προμηθεϊκά
     κλητική προμηθεϊκοί προμηθεϊκές προμηθεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προμηθεϊκός < Προμηθέας < Προμηθεύς

Επίθετο

προμηθεϊκός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον Προμηθέα
  2. προνοητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.