προμηθεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προμηθεϊκός | η | προμηθεϊκή | το | προμηθεϊκό |
| γενική | του | προμηθεϊκού | της | προμηθεϊκής | του | προμηθεϊκού |
| αιτιατική | τον | προμηθεϊκό | την | προμηθεϊκή | το | προμηθεϊκό |
| κλητική | προμηθεϊκέ | προμηθεϊκή | προμηθεϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προμηθεϊκοί | οι | προμηθεϊκές | τα | προμηθεϊκά |
| γενική | των | προμηθεϊκών | των | προμηθεϊκών | των | προμηθεϊκών |
| αιτιατική | τους | προμηθεϊκούς | τις | προμηθεϊκές | τα | προμηθεϊκά |
| κλητική | προμηθεϊκοί | προμηθεϊκές | προμηθεϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
προμηθεϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.