προμήθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προμήθεια | οι | προμήθειες |
| γενική | της | προμήθειας | των | προμηθειών |
| αιτιατική | την | προμήθεια | τις | προμήθειες |
| κλητική | προμήθεια | προμήθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμήθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προμήθεια θηλυκό
- η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
- (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.