προμήθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμήθεια οι προμήθειες
      γενική της προμήθειας των προμηθειών
    αιτιατική την προμήθεια τις προμήθειες
     κλητική προμήθεια προμήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προμήθεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προμήθεια θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
  2. (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.