προμηθευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προμηθευτής | οι | προμηθευτές |
| γενική | του | προμηθευτή | των | προμηθευτών |
| αιτιατική | τον | προμηθευτή | τους | προμηθευτές |
| κλητική | προμηθευτή | προμηθευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμηθευτής < μεσαιωνική ελληνική προμηθευτής < προμηθεύω < ελληνιστική κοινή προμηθεύομαι < αρχαία ελληνική προμηθής / προμηθεύς < προμανθάνω < πρό + μανθάνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pourvoyeur)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.mi.θeˈftis/
Ουσιαστικό
προμηθευτής αρσενικό (θηλυκό: προμηθεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει με προμήθειες κάποιον ή κάποιους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.