προμηθέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προμηθέας | οι | προμηθείς |
| γενική | του | προμηθέα & προμηθέως |
των | προμηθέων |
| αιτιατική | τον | προμηθέα | τους | προμηθείς |
| κλητική | προμηθέα | προμηθείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμηθέας < αρχαία ελληνική Προμηθεύς από την αιτιατική σε -έα
Μεταφράσεις
προμηθέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.