τροφοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τροφοδοτώ < τροφή + -ο- + -δοτώ (< αρχαία ελληνική δίδωμι)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1856

Προφορά

ΔΦΑ : / tɾo.fo.ðoˈto/

Ρήμα

τροφοδοτώ (παθητική φωνή: τροφοδοτούμαι)

  1. δίνω τροφή
     συνώνυμα: τρέφω, σιτίζω
  2. (μεταφορικά) παρέχω τα απαραίτητα για τη λειτουργία ενός συστήματος, ενός μηχανήματος κ.λπ.
    τροφοδοτώ τον κινητήρα με καύσιμο
  3. δίνω κάτι συστηματικά και χωρίς διακοπή
    η φωτοβολταϊκή εγκατάσταση τροφοδοτεί με ηλεκτρική ενέργεια τις ανάγκες του σπιτιού μας
  4. στηρίζω, ενισχύω, συντηρώ μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο
    η οικονομική κρίση τροφοδοτεί την ανησυχία για το μέλλον
  5. (αθλητισμός) δίνω τη μπάλα σε συμπαίκτη, ώστε να συνεχίσει την επίθεση της ομάδας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.