απρομήθευτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απρομήθευτα < απρομήθευτος +

Επίρρημα

απρομήθευτα

  1. (σπάνιο) χωρίς προμήθειες
  2. (σπάνιο) (οικονομία) χωρίς (οικονομική ή εμπορική) προμήθεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.