μανθάνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μανθάνω < θέμα μαθ- + ένθημα -ν- + -άνω. To θέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < ρίζα *men- (σημασία πνευματικής δραστηριότητας όπως μιμνήσκω)[1] + *dʰeh₁- (τοποθετώ, τίθημι)

Ρήμα

Παράγωγα

με θέμα μαθη-

Σύνθετα

  • ἀναμανθάνω
  • ἀντιμανθάνω
  • ἀπομανθάνω
  • διαμανθάνω
  • ἐκμανθάνω
  • ἐπιμανθάνω
  • καταμανθάνω
  • μεταμανθάνω
  • προμανθάνω
  • προσμανθάνω
  • συμμανθάνω

Κλίση

Αναφορές

  1. μαθαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.