προμηθευτές
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προμηθευτές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προμηθευτής
Ουσιαστικό
προμηθευτές
- (λογιστική, μόνο πληθυντικός) οι υποχρεώσεις από τις λειτουργικές αγορές (εμπορευμάτων, πρώτων υλών, κλπ.) επί πιστώσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.