διορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διορία οι διορίες
      γενική της διορίας των διοριών
    αιτιατική τη διορία τις διορίες
     κλητική διορία διορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διορία < διωρία

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.oˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διορία

Ουσιαστικό

διορία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διορί αἱ διορίαι
      γενική τῆς διορίᾱς τῶν διοριῶν
      δοτική τῇ διορί ταῖς διορίαις
    αιτιατική τὴν διορίᾱν τὰς διορίᾱς
     κλητική ! διορί διορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διορί
γεν-δοτ τοῖν  διορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

διορία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.