μεσοπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσοπρόθεσμος | η | μεσοπρόθεσμη | το | μεσοπρόθεσμο |
| γενική | του | μεσοπρόθεσμου | της | μεσοπρόθεσμης | του | μεσοπρόθεσμου |
| αιτιατική | τον | μεσοπρόθεσμο | τη | μεσοπρόθεσμη | το | μεσοπρόθεσμο |
| κλητική | μεσοπρόθεσμε | μεσοπρόθεσμη | μεσοπρόθεσμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσοπρόθεσμοι | οι | μεσοπρόθεσμες | τα | μεσοπρόθεσμα |
| γενική | των | μεσοπρόθεσμων | των | μεσοπρόθεσμων | των | μεσοπρόθεσμων |
| αιτιατική | τους | μεσοπρόθεσμους | τις | μεσοπρόθεσμες | τα | μεσοπρόθεσμα |
| κλητική | μεσοπρόθεσμοι | μεσοπρόθεσμες | μεσοπρόθεσμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσοπρόθεσμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μεσοπρόθεσμος, -η, -ο
- που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με γεγονότα, εξελίξεις, αποφάσεις κλπ. που αναμένεται να δηλωθούν ή να υλοποιηθούν στη μέση ενός χρονικού διαστήματος
- μετά τις διαπραγματεύσεις, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα περιέχει σκληρότερα μέτρα απ' ό,τι στην αρχική μορφή του
Μεταφράσεις
μεσοπρόθεσμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.