μεσοπρόθεσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοπρόθεσμος η μεσοπρόθεσμη το μεσοπρόθεσμο
      γενική του μεσοπρόθεσμου της μεσοπρόθεσμης του μεσοπρόθεσμου
    αιτιατική τον μεσοπρόθεσμο τη μεσοπρόθεσμη το μεσοπρόθεσμο
     κλητική μεσοπρόθεσμε μεσοπρόθεσμη μεσοπρόθεσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοπρόθεσμοι οι μεσοπρόθεσμες τα μεσοπρόθεσμα
      γενική των μεσοπρόθεσμων των μεσοπρόθεσμων των μεσοπρόθεσμων
    αιτιατική τους μεσοπρόθεσμους τις μεσοπρόθεσμες τα μεσοπρόθεσμα
     κλητική μεσοπρόθεσμοι μεσοπρόθεσμες μεσοπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοπρόθεσμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μεσοπρόθεσμος, -η, -ο

  1. που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με γεγονότα, εξελίξεις, αποφάσεις κλπ. που αναμένεται να δηλωθούν ή να υλοποιηθούν στη μέση ενός χρονικού διαστήματος
    μετά τις διαπραγματεύσεις, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα περιέχει σκληρότερα μέτρα απ' ό,τι στην αρχική μορφή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.