μακροπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακροπρόθεσμος | η | μακροπρόθεσμη | το | μακροπρόθεσμο |
| γενική | του | μακροπρόθεσμου | της | μακροπρόθεσμης | του | μακροπρόθεσμου |
| αιτιατική | τον | μακροπρόθεσμο | τη | μακροπρόθεσμη | το | μακροπρόθεσμο |
| κλητική | μακροπρόθεσμε | μακροπρόθεσμη | μακροπρόθεσμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακροπρόθεσμοι | οι | μακροπρόθεσμες | τα | μακροπρόθεσμα |
| γενική | των | μακροπρόθεσμων | των | μακροπρόθεσμων | των | μακροπρόθεσμων |
| αιτιατική | τους | μακροπρόθεσμους | τις | μακροπρόθεσμες | τα | μακροπρόθεσμα |
| κλητική | μακροπρόθεσμοι | μακροπρόθεσμες | μακροπρόθεσμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακροπρόθεσμος < μακρο- + προθεσμία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à long terme
Επίθετο
μακροπρόθεσμος, -η, -ο
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.