μακροπρόθεσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροπρόθεσμος η μακροπρόθεσμη το μακροπρόθεσμο
      γενική του μακροπρόθεσμου της μακροπρόθεσμης του μακροπρόθεσμου
    αιτιατική τον μακροπρόθεσμο τη μακροπρόθεσμη το μακροπρόθεσμο
     κλητική μακροπρόθεσμε μακροπρόθεσμη μακροπρόθεσμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροπρόθεσμοι οι μακροπρόθεσμες τα μακροπρόθεσμα
      γενική των μακροπρόθεσμων των μακροπρόθεσμων των μακροπρόθεσμων
    αιτιατική τους μακροπρόθεσμους τις μακροπρόθεσμες τα μακροπρόθεσμα
     κλητική μακροπρόθεσμοι μακροπρόθεσμες μακροπρόθεσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μακροπρόθεσμος < μακρο- + προθεσμία < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à long terme

Επίθετο

μακροπρόθεσμος, -η, -ο

  1. που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
    μακροπρόθεσμο δάνειο
  2. που αναφέρεται στο σχετικά μακρινό μέλλον
    μακροπρόθεσμη πρόβλεψη

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.