ακάλυπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακάλυπτος | η | ακάλυπτη | το | ακάλυπτο |
| γενική | του | ακάλυπτου | της | ακάλυπτης | του | ακάλυπτου |
| αιτιατική | τον | ακάλυπτο | την | ακάλυπτη | το | ακάλυπτο |
| κλητική | ακάλυπτε | ακάλυπτη | ακάλυπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακάλυπτοι | οι | ακάλυπτες | τα | ακάλυπτα |
| γενική | των | ακάλυπτων | των | ακάλυπτων | των | ακάλυπτων |
| αιτιατική | τους | ακάλυπτους | τις | ακάλυπτες | τα | ακάλυπτα |
| κλητική | ακάλυπτοι | ακάλυπτες | ακάλυπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακάλυπτος < αρχαία ελληνική ἀκάλυπτος < ἀ- στερητικό + καλύπτω + -τος
Επίθετο
ακάλυπτος, -η, -ο
- που δεν έχει καλυφθεί με κάποιο σκέπασμα, στέγη ή ρούχο
- που δεν έχει χτιστεί, δεν έχει καλυφθεί από κάποιο κτήριο
- που δεν έχει καλυφθεί ώστε να προστατευτεί από εχθρικά πυρά
- που δεν έχει καλυφθεί από κάποιον άλλον, δεν του έχει δοθεί προστασία από κάποιον
- που δεν έχει καλυφθεί κατά τη συζήτηση-διαπραγμάτευση ενός θέματος
- (για θέση, κενό σε οργανισμό) που δεν έχει συμπληρωθεί
- (για επιταγή) που δεν έχει αντίκρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.