προαυλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προαυλισμός οι προαυλισμοί
      γενική του προαυλισμού των προαυλισμών
    αιτιατική τον προαυλισμό τους προαυλισμούς
     κλητική προαυλισμέ προαυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προαυλισμός < προαυλίζομαι + -μός

Ουσιαστικό

προαυλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.