προαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προαίρεση | οι | προαιρέσεις |
| γενική | της | προαίρεσης* | των | προαιρέσεων |
| αιτιατική | την | προαίρεση | τις | προαιρέσεις |
| κλητική | προαίρεση | προαιρέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προαιρέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προαίρεση < αρχαία ελληνική προαίρεσις < προαιρέομαι / προαιροῦμαι < αἱρέω /αἱρῶ
Ουσιαστικό
προαίρεση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προαιρούμαι και αἱρέω
Πολυλεκτικοί όροι
- δικαίωμα προαίρεσης: (οικονομία) η δυνατότητα που παρέχεται σε κάποιον να αποδεχθεί ή να απορρίψει, εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, μια προτεινόμενη συναλλαγή
- ↪Η εταιρεία με τη μεγαλύτερη μετοχική σύνθεση κατείχε το δικαίωμα προαίρεσης σε περίπτωση περαιτέρω αποκρατικοποίησης
- κατά προαίρεση: προαιρετικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.