προδιάθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδιάθεση οι προδιαθέσεις
      γενική της προδιάθεσης* των προδιαθέσεων
    αιτιατική την προδιάθεση τις προδιαθέσεις
     κλητική προδιάθεση προδιαθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιαθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδιάθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προδιάθεσις < προδιατίθημι < αρχαία ελληνική πρό + διατίθημι. Μορφολογικά, προ-, διάθεση

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈðʝa.θe.si/ & /pɾoˈði̯a.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προδιάθεση

Ουσιαστικό

προδιάθεση θηλυκό

  1. η τάση που έχει κάποιος να κάνει κάτι (έμφυτη ή επίκτητη)
  2. η ψυχική διάθεση κάποιου προς πρόσωπα, ιδεολογίες ή καταστάσεις, σωστή ή λανθασμένη, που έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων
  3. (ιατρική) η τάση κάποιου να προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες, η ευπάθεια που έχει προς αυτές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.