περαιτέρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περαιτέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περαιτέρω  δείτε και τις λέξεις πέρα και πέραν

Επίρρημα

περαιτέρω

  1. από ένα σημείο και μετά
  2. επιπλέον
  3. επακόλουθα

Επίθετο

περαιτέρω άκλιτο

Ουσιαστικό

περαιτέρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  • τα όσα θα ακολουθήσουν
    αφού υπογράψουμε το συμβόλαιο θα επικοινωνήσουμε ξανά για τα περαιτέρω

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περαιτέρω < περαίτερος, συγκριτικός βαθμός του περαῖος < πέρα (επίρρημα)[1]

Επίρρημα

περαιτέρω

  • περαίτερον

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.