πραματευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πραματευτής | οι | πραματευτές & πραματευτάδες |
| γενική | του | πραματευτή | των | πραματευτών & πραματευτάδων |
| αιτιατική | τον | πραματευτή | τους | πραματευτές & πραματευτάδες |
| κλητική | πραματευτή | πραματευτές & πραματευτάδες | ||
| Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραματευτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πραματευτής < ελληνιστική κοινή πραγματευτής (άνθρωπος του εμπορίου, εμποτικός αντιπρόσωπος) → και δείτε σχόλια στο πραματευτής
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾa.ma.teˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐μα‐τευ‐τής
Παροιμίες
- (βάζει) κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες / κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες
Συγγενικά
- πραμάτεια
- πραματεύομαι
- πραματευτάδικο
- πραματευτιλίκι
- πραματευτίνα
Μεταφράσεις
Πηγές
- πραματευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πραματευτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με πραματε- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πραματευτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πραγματευτής (άνθρωπος του εμπορίου) με αφομοίωση [ɣm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m][1] < αρχαία ελληνική πραγματεύομαι < πρᾶγμα
Ουσιαστικό
πραματευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) πραματευτής, πλανόδιος έμπορος
- ※ 15ος αιώνας ⌘ Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν
- Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
- ἔπεψεν ἕναν χαρτίν πολλὰ κουρτέσικον τοὺς πραματευτάδες
- Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
- κιτιάσετέ με από τα πράματα των πραματευτάδων
- άλλες μορφές: πραγματευτής
- ≈ συνώνυμα: μπαζαρκάνος / μπαζιριάνης, γρουτάρης
Κλιτικοί τύποι
- πραματευτάδες (πληθυντικός)
Συγγενικά
- πραματευτάρικος
- πραματία / πραγματεία
- δείτε τους τύπους με γάμμα στο πραγματεύω
→ και δείτε τις λέξεις πρᾶμα και πρᾶγμαν
Αναφορές
- πραματευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- πραματευτής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.