γυρολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γυρολόγος οι γυρολόγοι
      γενική του/της γυρολόγου των γυρολόγων
    αιτιατική τον/τη γυρολόγο τους/τις γυρολόγους
     κλητική γυρολόγε γυρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυρολόγος < (γύρω) γυρο- + -λόγος

Ουσιαστικό

γυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) πλανόδιος έμπορος που γυρνάει σε γειτονιές και χωριά για να πουλήσει μικροπράγματα, πραματευτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.