πραματευτών
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾa.ma.teˈfton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐μα‐τευ‐τών
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πραματευτών
- γενική πληθυντικού του πραματευτής
- άλλες μορφές: πραματευτάδων (λαϊκότροπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.